- πεφραγμένος
- φράσσωfence inperf part mp masc nom sgφράζωpoint outperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πεφραγμένως — Α επίρρ. 1. με προφύλαξη 2. προβάλλοντας ισχυρή άμυνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. πεφραγμένος τού φράσσω] … Dictionary of Greek